- συνδειπνώ
- (ε) αμετ. сотрапезничать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνδειπνώ — συνδειπνῶ, έω, ΝΑ [σύνδειπνος] 1. δειπνώ μαζί με κάποιον 2. παίρνω μέρος σε συμπόσιο αρχ. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ συνδειπνοῡντες αυτοί που μετέχουν σε ερανικό δείπνο, σε δείπνο που ο καθένας έχει προσφέρει κάτι … Dictionary of Greek
συνδειπνῶ — συνδειπνέω dine pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνδειπνέω dine pres ind act 1st sg (attic epic doric) συνδειπνέω dine pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνδειπνέω dine pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδείπνῳ — σύνδειπνον common meal neut dat sg σύνδειπνος companion at table masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδείπνωι — συνδείπνῳ , σύνδειπνον common meal neut dat sg συνδείπνῳ , σύνδειπνος companion at table masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)